- ganz
- ganz[gants]I. adj1. (gesamt, vollständig) όλος ο, ολόκληρος ο,• die e Zeit über όλο τον καιρό,• Europa όλη η Ευρώπη,• sie hat e Arbeit geleistet (umg) έκανε σωστή δουλειά2. (ziemlich) αρκετός,• das ist eine e Menge είναι κάμποσα,• das dauert eine e Weile αυτό θέλει αρκετό χρόνο3. (umg: unbeschädigt):• sein είμαι εντάξει,• etw akk wieder machen επισκευάζω κάτι,• etw ist wieder (funktioniert wieder) κάτι λειτουργεί πάλι4. (nur) μόνο,• das hat e zehn Euro gekostet αυτό έκανε μόνο δέκα ευρώ5. (MATH) ακέραιοςII. adv1. (sehr) πολύ,• ein hoher Berg ένα πολύ ψηλό βουνό,• viel Geld πάρα πολλά λεφτά2. (genau, genauso) ακριβώς,• im Gegenteil ακριβώς το αντίθετο3. (völlig) εντελώς,• das ist mir egal αυτό δε με νοιάζει καθόλου,• du hast recht έχεις απόλυτο δίκιο4. (ziemlich) αρκετά,• das gefällt mir gut αυτό μου αρέσει αρκετά5. (Phrasen):• gleich, wer οποιοσδήποτε, όποιος και να 'ναι,• hinten πίσω πίσω,• gewiss σίγουρα,• ein klein wenig λιγάκι,• wie Sie meinen όπως νομίζετε εσείς,• und gar εντελώς,• und gar nicht καθόλου,• im Ganzen συνολικά,• im Großen und Ganzen γενικά
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.